- εὐθυγραμματίζω
- εὐθῠ-γραμμᾰτίζω,A reduce to a rectilinear figure,
ὁ κύκλος-ίζεται Phlp.in APr.477.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ κύκλος-ίζεται Phlp.in APr.477.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυγραμματίζω — εὐθυγραμματίζω (Α) ανάγω σε ευθύγραμμο σχήμα («ὁ κύκλος εὐθυγραμματίζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γραμματίζω] … Dictionary of Greek
εὐθυγραμματίζεται — εὐθυγραμματίζω reduce to a rectilinear figure pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek